- δυσπάρθενος
- δυσπάρθενοςa virgin to her costmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπάρθενος — δυσπάρθενος, η (Α) δύστυχη κόρη … Dictionary of Greek
δυσπάρθενον — δυσπάρθενος a virgin to her cost masc/fem acc sg δυσπάρθενος a virgin to her cost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπάρθενε — δυσπάρθενος a virgin to her cost masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek